- καταμετρήσεως
- καταμετρήσεω̆ς , καταμέτρησιςmeasuring outfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιρών — οἰρών και, κατά τον Ησύχ., οἱρών, ὁ (Α) 1. αυλακιά τού αρότρου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. (sītā «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», sīra… … Dictionary of Greek
Αγγλοελληνικές συμβάσεις — Συμφωνίες που έχουν συναφθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία σε θέματα σχετικά με το εμπόριο, τη ναυτιλία, τις αεροπορικές συγκοινωνίες, τη φορολογία των επιχειρήσεων κλπ. Οι κυριότερες από τις συμβάσεις αυτές, κατά τομέα και… … Dictionary of Greek